[...] Il drago fu felice di rivederlo [il bambino] e per l’occasione fece un sibilo che spaventò a tal punto i tanti che lo attorniavano che scapparono via tutti a gambe levate.
Naturalmente il bambino non era fuggito. E allora il drago, divenuto triste, gli confessò la sua confusione.
“Non sono più io: non so più chi sono”, gli disse. E una grossa lacrima gli stava scendendo dagli occhi, non più lucenti, ma divenuti opachi e acquosi. “Tu mi hai fatto riflettere sui miei comportamenti. E’ vero, io non sono cattivo. E non voglio esserlo. Ma comportandomi da cattivo, prima, ero riconosciuto. La gente aveva paura di me, della mia forza, del mio fuoco, dei miei sibili. Non mi si avvicinava. E mi rispettava. Ora, invece …”
Il bambino sentì il dolore del drago.
“Ora invece…?”
“Mi vergogno a dirlo. Ma l’altro giorno, addirittura… un ragazzo mi si è avvicinato. E poiché io continuavo ad apparire buono e tranquillo, mi ha tirato la coda. E un altro cercava di infilarmi le dita nelle narici, da dove un tempo emettevo fuoco. E poi c’è chi giocherella con le ali, provando ad aprirmele quando io le ho chiuse per riposare. Insomma, ormai tutti mi prendono in giro, dicono che non faccio paura a nessuno…”. [...]
| [...] Ο δράκος χάρηκε που το ξαναείδε [το παιδί] και με την ευκαιρία αυτή στρίγγλισε και τρόμαξε τόσο πολύ το πολυάριθμο πλήθος γύρω του που όλοι το ‘βαλαν στα πόδια. Φυσικά το παιδί δεν το έσκασε. Και τότε ο δράκος, λυπημένος, του εξομολογήθηκε τη σύγχυσή του. «Δεν είμαι πια εγώ: δεν ξέρω πια ποιος είμαι», του είπε. Κι ένα μεγάλο δάκρυ κύλησε από τα μάτια του, που δεν ήταν πια λαμπερά, αλλά είχαν γίνει θαμπά και υγρά. «Με έκανες να σκεφτώ τις συμπεριφορές μου. Αλήθεια, δεν είμαι κακός. Και δεν θέλω να είμαι. Αλλά με το να συμπεριφέρομαι σαν κακός, πριν, με είχαν σε υπόληψη. Ο κόσμος με φοβόταν, φοβόταν τη δύναμή μου, τη φωτιά μου, το σφύριγμα μου. Δεν με πλησίαζε. Και με σεβόταν. Τώρα, όμως..." Το παιδί ένιωσε τον πόνο του δράκου. «Τώρα όμως…;» «Ντρέπομαι που το λέω. Αλλά, να, τις προάλλες, φαντάσου ότι … με πλησίασε ένα αγόρι. Και αφού συνέχισα να δείχνω καλός και ήρεμος, μου τράβηξε την ουρά. Κι ένας άλλος προσπάθησε να βάλει τα δάχτυλά του στα ρουθούνια μου, από όπου κάποτε έβγαζα φωτιά. Και μετά υπάρχουν εκείνοι που παίζουν με τα φτερά μου, προσπαθώντας να τα ανοίξουν όταν τα έχω κλειστά για να ξεκουραστώ. Με λίγα λόγια, τώρα όλοι με κοροϊδεύουν, λένε ότι δεν τρομάζω κανέναν...». [...] |